- ἐπεχεύατο
- ἐπιχέωpour overaor ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FOLIUM — ex Graeco φύλλον, florum arborumqueve velut coma est: de quorum natura, differentiis, mirabilibus, vide Plin. l. 16. c. 20. 21. 22. 23. et 24. Hîc quaedam de multiplici usu, quem hominibus praestant. Primos certe homines consutis foliis ficus… … Hofmann J. Lexicon universale
επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα … Dictionary of Greek
χύση — η / χύσις, εως, ΝΜΑ 1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο 2. η χύτευση νεοελλ. 1. (διαλ.) ραγδαία βροχή 2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους τού φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης 3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών μσν. (για διάττοντα αστέρα) πτώση μσν. αρχ … Dictionary of Greek